- νυκτοβατώ
- (ε) αμετ. страдать лунатизмом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νυκτοβατώ — έω [νυκτοβάτης] σηκώνομαι και περπατώ τη νύχτα, ενώ συγχρόνως κοιμάμαι, είμαι υπνοβάτης, υπνοβατώ … Dictionary of Greek